τρεμοσβήνω

τρεμοσβήνω
τρεμόσβησα
1. αμτβ., σβήνω τρεμουλιαστά, σβήνω αργά (κυριολ. και μτφ.): Είναι βαριά άρρωστος και τρεμοσβήνει η ζωή του.
2. τρεμοφέγγω (βλ λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρεμοσβήνω — βλ. πίν. 1 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τρεμοσβήνω — Ν σβήνω με τρεμουλιαστές αναλαμπές …   Dictionary of Greek

  • θαμποφέγγω — φέγγω θαμπά, τρεμοσβήνω …   Dictionary of Greek

  • τρεμοπαίζω — Ν τρεμοσβήνω …   Dictionary of Greek

  • τρεμόσβηστος — η, ο, Ν [τρεμοσβήνω] αυτός που σβήνει σιγά σιγά με τρεμουλιαστές αναλαμπές …   Dictionary of Greek

  • θαμποφέγγω — εξα, φέγγω θαμπά, τρεμοσβήνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”